τενοντοθηκίτιδα

τενοντοθηκίτιδα
η, Ν
ιατρ. η τενοντελυτρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, -οντος + θήκη + -ίτιδα*, νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tenosynovitis < teno- (< τένων) + synovitis «αρθροθυλακίτιδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τενοντελυτροειδίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τενόντιου ελύτρου, μικροβιακής αιτιολογίας ή οφειλόμενη σε επαγγελματική ή αθλητική καταπόνηση ή σε προηγηθείσα κάκωση, αλλ. τενοντοθηκίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tenovaginitis < teno… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”